- εύκομπος
- εὔκομπος, -ον (Α)αυτός που ηχεί δυνατά, που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῑς εὐκόμποις» — με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόμπος «θόρυβος με αντήχηση»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔκομπος — loud sounding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔκομπον — εὔκομπος loud sounding masc/fem acc sg εὔκομπος loud sounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκόμποις — εὔκομπος loud sounding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek